- ζωοποιία
- ζωοποι-ία, ἡ,= ζωογόνησις, Thphr.CP5.18.2, Dam. Pr.100.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωοποιία — ζωοποιίᾱ , ζωοποιία fem nom/voc/acc dual ζωοποιίᾱ , ζωοποιία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοποιίᾳ — ζωοποιίᾱͅ , ζωοποιία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοποιία — η (AM ζωοποιία) [ζωοποιός] χορήγηση ζωής, ζωογόνηση, ζωογονία … Dictionary of Greek
ζωοποιίας — ζωοποιίᾱς , ζωοποιία fem acc pl ζωοποιίᾱς , ζωοποιία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοποιίαν — ζωοποιίᾱν , ζωοποιία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
животворение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ζωοποιία) оживотворение, оживление, воскрешение … Словарь церковнославянского языка
ζωοποιοφόρος — ζωοποιοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει τη ζωοποιία, ζωοδότης, ζωοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωο ποιός + φορος (< φέρω)] … Dictionary of Greek